- κολλούρα
- η см. κουλ(λ)ούρα
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κολλούρα — κολλούρα, ἡ (Α) κουλούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολλύρα*] … Dictionary of Greek
κολλούρας — κολλούρᾱς , κολλούρα roll fem acc pl κολλούρᾱς , κολλούρα roll fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλουρίδα — η [κολλούρα] είδος άρτου με σχήμα επίμηκες και πλατύ … Dictionary of Greek
κουλλούρα — και κουλούρα, η (Μ κουλλούρα) ψωμί με στρογγυλό σχήμα και, συνήθως, με τρύπα στη μέση νεοελλ. 1. οποιοδήποτε αντικείμενο έχει στρογγυλό, κυκλικό σχήμα 2. (σχετικά με τη βαθμολογία μαθητών) μηδενικό 3. (ειρωνικά) το στεφάνι τού γάμου («τήν έβαλε… … Dictionary of Greek